- δαλιοχεῖν
- δαλιοχεῖν,A = παιδὶ συνεῖναι (Ambrac.); also, = μοιχεύειν, Hsch.: [full] δαλιοχός· μοιχός, Id. [full] δαλίς· μωρός, Id. [full] δάλκιον· πινάκιον, Id. [full] δάλλει· κακουργεῖ, Id. (Cf. δηλέομαι.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.